ξινός, -ή, -ό, επίθ. [<μσν. ὀξινός <αρχ. ὄξινος <ὄξος], ξινός. 1. (για πρόσωπα) που είναι δύστροπος, στρυφνός: «είναι πολύ ξινός άνθρωπος, γι’ αυτό και δεν έχει παρέες». 2. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα ξινά (βλ. λ.)·
- μου βγήκε ξινό ή μου βγήκε σε ξινό, ενώ κάτι αρχικά ήταν ευχάριστο, στη συνέχεια είχε δυσάρεστη εξέλιξη: «έκανα ωραίο ταξίδι, αλλά στο τέλος μου βγήκε ξινό, γιατί τράκαρα με τ’ αυτοκίνητό μου»·
- μου το ’βγαλε ξινό ή μου το ’βγαλε σε ξινό, έγινε αιτία ώστε κάποια ευχαρίστηση ή κέρδος που αποκόμισα να το πληρώσω με πολλαπλάσια ζημιά: «με πήγε στα μπουζούκια να με διασκεδάσει, αλλά έγινε αιτία να πλακωθώ στο ξύλο μ’ έναν απ’ το διπλανό τραπέζι και μου το ’βγαλε ξινό ο αφιλότιμος»·
- παλιά ξινά κρασιά, βλ. λ. κρασί·
- παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι, βλ. λ. γαμήσι·
- περσινά ξινά σταφύλια, βλ. λ. σταφύλι·
- τα γέλια θα σου βγουν ξινά ή το γέλιο θα σου βγει ξινό, βλ. λ. γέλιο.