ξημερώνω, ρ. [<μσν. ξημερώνω]. 1. με βρίσκει το ξημέρωμα, ξημερώνομαι: «ήταν τόσο ωραίο το γλέντι, που ξημερώσαμε». (Λαϊκό τραγούδι: ξημερώνω στης Αθήνας τα δρομάκια σαν τρελός και με βλέπουν οι περαστικοί. Ο αλήτης, λένε, να τος ο φτωχός!). 2. αργοπορώ υπερβολικά: «ξημέρωσες μέχρι να ’ρθεις!». 3. καθυστερώ υπερβολικά, ιδίως να τελειώσω κάποια δουλειά, κάποια εργασία: «άντε, ρε παιδάκι μου, ξημέρωσες μέχρι να τελειώσεις δουλειά δυο το πολύ ωρών!». 4. στον γ΄ ενικό ξημερώνει, χαράζει, ξεκινάει η μέρα: «το χειμώνα ξημερώνει πιο αργά». (Λαϊκό τραγούδι: ξημερώνει και βραδιάζει πάντα στον ίδιο το σκοπό)· βλ. και λ. ξημερώνομαι·
- δεν ξέρει τι του ξημερώνει αύριο, βλ. λ. αύριο·
- δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει αύριο, βλ. λ. αύριο·
- δεν ξημερώνει (κάτι, ιδίως φαγώσιμο ή εμπόρευμα), καταναλώνεται πολύ γρήγορα, αμέσως: «όταν η μητέρα κάνει παστίτσιο δεν ξημερώνει, γιατί όλοι μας τρελαινόμαστε γι’ αυτό το φαγητό || μόλις βάλω αυτό το εμπόρευμα στη βιτρίνα δεν ξημερώνει, γιατί όλοι έρχονται και το αγοράζουν»·  
- κανείς δεν ξέρει τι του ξημερώνει, δηλώνει πως το μέλλον είναι άδηλο: «σήμερα γελάς κι αύριο κλαις, ή και το αντίθετο, γιατί κανείς δεν ξέρει τι του ξημερώνει». Συνών. κανείς δεν ξέρει το κουκούτσι έχει το αυριανό βερίκοκο·
- ξημερώνει δεν ξημερώνει, βλ. συνηθέστ. ξημερώνεται δεν ξημερώνεται, λ. ξημερώνομαι·
- όπου λαλούν πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει, βλ. λ. κοκόρι·
- όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει, βλ. λ. κόκορας·
- στου σκύλου το προσκέφαλο, ψωμί δεν ξημερώνει, βλ. λ. σκύλος.
- το ξημερώνουμε, συνηθίζουμε να μένουμε άγρυπνοι, ιδίως διασκεδάζοντας, μέχρι τις πρωινές ώρες: «κάθε Σάββατο βράδυ μαζεύεται όλη η παρέα και το ξημερώνουμε στα μπουζούκια».