ξημέρωμα, το, ουσ. [<μσν. ξημέρωμα], το ξημέρωμα, εύχρ. στον πλ. και ως επίρρ. (Λαϊκό τραγούδι: κοντά στα ξημερώματα και πριν να βγει ο ήλιος, την πόρτα μου εχτύπησε ένας παλιός μου φίλος
- απ’ τα εφτά ξημερώματα, πάρα πολύ πρωί, πριν ακόμη χαράξει: «ξύπνησε απ’ τα εφτά ξημερώματα κι έφυγε για τη δουλειά»·
- καλό ξημέρωμα! α. ευχή που δίνεται κατά το βραδινό αποχαιρετισμό και αναφέρεται στο καλό ξεκίνημα της επόμενης μέρας. β. ειρωνική ή χαϊδευτική έκφραση σε κάποιον που άρχισε να αντιλαμβάνεται, να καταλαβαίνει αυτό που του λέμε ύστερα από πολλή ώρα·
- μ’ έπιασε το ξημέρωμα, βλ. φρ. με βρήκε το ξημέρωμα·
- με βρήκε το ξημέρωμα, α. ξενύχτησα μέχρι που ξημέρωσε, μέχρι πρωίας: «περνούσα τόσο ωραία στα μπουζούκια, που με βρήκε το ξημέρωμα». β. αργοπόρησα υπερβολικά: «με βρήκε το ξημέρωμα μέχρι να φτάσω στη Θεσσαλονίκη, γιατί ο δρόμος ήταν γεμάτος χιόνια». γ. καθυστέρησα πάρα πολύ, μέχρι να τελειώσω κάποια δουλειά, κάποια εργασία: «μέχρι να τακτοποιήσω το υπόγειο του μαγαζιού μου με βρήκε το ξημέρωμα»·  
- πιάσαμε ξημερώματα, α. ξημερωθήκαμε: «είχαμε να βρεθούμε πολύ καιρό και πες ο ένας πες ο άλλος, πιάσαμε ξημερώματα χωρίς να το καταλάβουμε». β. αργοπορήσαμε πάρα πολύ: «αρχίσαμε τη δουλειά πολύ αργά και μέχρι να τελειώσουμε πιάσαμε ξημερώματα»»·
- πιάσαμε το ξημέρωμα, βλ. φρ. πιάσαμε ξημερώματα.