ξεσκονιστήρι, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. ξεσκονίζω + κατάλ. -τήρι]. 1. το πανί ή το φτερό με το οποίο ξεσκονίζουμε: «πήρε το ξεσκονιστήρι κι άρχισε να ξεσκονίζει τα έπιπλα». 2. η κολακεία: «όταν έχει την ανάγκη σου, είναι μάνα στο ξεσκονιστήρι ο τάδε». 3. η λεπτομερειακή εξέταση, η λεπτομερειακή έρευνα: «με πέρασε από τέτοιο ξεσκονιστήρι, που ούτε καταζητούμενος να ήμουν!»·
- πιάνω το ξεσκονιστήρι, αρχίζω να κολακεύω κάποιον, αρχίζω τις κολακείες: «κάθε φορά που έχει την ανάγκη μου, πιάνει το ξεσκονιστήρι»·
- το ρίχνω στο ξεσκονιστήρι, βλ. φρ. πιάνω το ξεσκονιστήρι.