ξεροσφύρι, το, ουσ. [<ξερο- + σφυρί] α. οινοποσία ή ουζοποσία χωρίς φαγητό ή μεζέ: «πώς αντέχετε, ρε παιδιά, και πίνετε ξεροσφύρι ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω! || του βάλαμε ένα ποτήρι ούζο, το ’πιε ξεροσφύρι κι έφυγε». β. ως επίρρ., χρήση ποτού, ιδίως κρασιού, ούζου ή τσίπουρου, χωρίς μεζέ, το να πίνει κανείς ξεροσφύρι. (Λαϊκό τραγούδι: εξέχασες και μένανε το φίλο τον μπατίρη, που κάποτε τα πίναμε παρέα ξεροσφύρι
- αφήνω ξεροσφύρι (κάποιον), δεν πηγαίνω στο ραντεβού που έχω με κάποιον, τον στήνω: «είχα ραντεβού με την γκόμενα και μ’ άφησε ξεροσφύρι η άτιμη». (Λαϊκό τραγούδι: μωρή μπεκρού ζητάς μεζέ γουστάρεις και ποτήρι και μένα μες τα καπηλειά μ’ αφήνεις ξεροσφύρι
- πίνω ξεροσφύρι, πίνω το κρασί ή το ούζο μου χωρίς μεζέ: «είναι γερός πότης και πάντα πίνει ξεροσφύρι»·
- τη βγάζω ξεροσφύρι, ζω φτωχικά: «έχει συνηθίσει να τη βγάζει ξεροσφύρι και δε στενοχωριέται». Από την εικόνα εκείνου του πότη που πίνει το ποτό του χωρίς μεζέ, γιατί δεν έχει χρήματα να τον παραγγείλει·
- την περνώ ξεροσφύρι, βλ. φρ. τη βγάζω ξεροσφύρι·