ξεροκόμματο, το, ουσ. [<ξερο- + κομμάτι]. 1. κομμάτι ξερού ψωμιού και, κατ’ επέκταση, αναφερόμαστε σε αυτό, ιδίως όταν θέλουμε να υπογραμμίσουμε τη μεγάλη φτώχια: «πήρε ένα ξεροκόμματο και το βούτηξε μέσα στο τσάι του || απ’ τη μέρα που έχασε την περιουσία του δεν έχει να φάει ούτε ένα ξεροκόμματο». (Λαϊκό τραγούδι: Πρωτοχρονιά, Αγιοβασιληού, στην άμμο καθισμένος, με ένα ξεροκόμματο την πέρασ’ ο καημένος).2. (υποτιμητικά) η ελάχιστη αμοιβή από προσφερόμενη εργασία: «σκοτώνεται στη δουλειά για ένα ξεροκόμματο». 3. στον πλ. τα ξεροκόμματα, τα υπολείμματα γεύματος στο τραπέζι: «μόλις σηκωθήκαμε απ’ το τραπέζι, η μητέρα άρχισε να μαζεύει τα ξεροκόμματα»·
- βγάζω το ξεροκόμματο, βλ. φρ. βγαίνει το ξεροκόμματο·
- βγαίνει το ξεροκόμματο, κατορθώνω να βγάζω τα απαραίτητα για τη ζωή μου: «με τη δουλειά που πατώ όλη μέρα και βέβαια δεν είμαι ευχαριστημένος που βγαίνει μόνο το ξεροκόμματο». Για συνών. βλ. φρ. βγαίνει το καρβέλι, λ. καρβέλι·
- μου πέταξε ένα ξεροκόμματο, μου έδωσε κάποιο μικρό ωφέλημα ή κέρδος από κάτι, ιδίως με προσβλητικό τρόπο: «μόλις τέλειωσε τη δουλειά και πληρώθηκε, μου πέταξε ένα ξεροκόμματο για τη βοήθεια που του πρόσφερα». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι εμένα. Από την εικόνα του ατόμου που πετάει ένα κομμάτι ψωμί στο σκυλί του·
- τρέχω για το ξεροκόμματο, αγωνίζομαι για το καθημερινό φαγητό και, κατ’ επέκταση, ζω φτωχικά: «είναι πολύ σκληρό να τρέχεις καθημερινά για το ξεροκόμματο». Για συνών. βλ. φρ. τρέχω για το καρβέλι, λ. καρβέλι.