αντίο, το, άκλ. [<ιταλ. addio <βενετ. adio <λατιν. ad Deum (= στο Θεό)]. 1. λέγεται ως αποχαιρετισμός αντί του χαίρετε, του γεια σου, του γεια σας, από το άτομο που φεύγει. (Τραγούδι: αντίο, εκεί που πας στα ξένα, θυμήσου με και μένα που θα σε καρτερώ). 2. λέγεται για κάτι που χάνεται, που παύει να υπάρχει προσωρινά ή οριστικά: «τώρα που τέλειωσε το καλοκαίρι, αντίο θάλασσα και μπάνια || απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, αντίο λεύτερη ζωή || τώρα με την αρρώστια των τρελών αγελάδων, αντίο καλό μου κρεατάκι»·
- άντε και αντίο! έκφραση με την οποία διώχνουμε με υποτιμητικό τρόπο κάποιον από κοντά μας, από την παρέα μας: «άντε και αντίο, μην αγριέψω!». (Λαϊκό τραγούδι: άντε και αντίο θα σε δω στο πλοίο στις τριάντα δύο του άλλου του μηνός). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε ή το ρε·
- λέω αντίο ή λέω το αντίο, α. φεύγω, αποχαιρετώ, αποχωρώ: «παιδιά, ώρα να πούμε αντίο, γιατί αργήσαμε». (Λαϊκό τραγούδι: βάλε ένα διπλό ακόμα, βάλε ένα διπλό, να μεθύσω, να ξεχάσω, αντίο να σου πω). β. (ειρωνικά) πεθαίνω: «έρχεται κάποια μέρα που όλοι λέμε το αντίο». Παρατηρείται κίνηση του χεριού παρόμοια με αυτή του αποχαιρετισμού·
- το στερνό αντίο ή το στερνό το αντίο, ο τελευταίος αποχαιρετισμός, ιδίως το ύστατο χαίρε σε νεκρό: «λίγο πριν αποχωριστούν φιλήθηκαν ψυχρά κι έπειτα είπαν το στερνό αντίο || πλήθος κόσμου περίμενε υπομονετικά στη σειρά του για να πει το στερνό το αντίο στο μεγάλο ηγέτη»·
- το τελευταίο αντίο ή το τελευταίο το αντίο, βλ. φρ. το στερνό αντίο·
- τώρα αντίο! έτσι καθυστερημένα που ενδιαφέρθηκες για τη συγκεκριμένη δουλειά, χάθηκε η ευκαιρία, πέταξε το πουλί, γιατί δόθηκε σε άλλον: «ήρθα για κείνη τη δουλειά που είχατε βάλει στις μικρές αγγελίες. -Τώρα αντίο, σε πρόλαβε άλλος!». Συνών. τώρα καλημέρα! / τώρα καλημερούδια! / τώρα καληνύχτα! / τώρα κάτσε! (α) / τώρα σφύρα! / τώρα τράβα τα βυζιά σου! ή τώρα τράβα τα βυζιά σου να μεγαλώσουν! (β) / τώρα τραγούδα! / τώρα χαίρετε! / τώρα χαιρετίσματα!