ξεκομμένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. ξεκόβω]. 1. που είναι απομακρυσμένος από τους ανθρώπους, που δεν έχει καθημερινή ή συχνή επαφή με κόσμο: «απελπίστηκε απ’ τον κόσμο, γι’ αυτό ζει ξεκομμένος σε μια ερημική παραλία». 2. που έχει απομακρυνθεί από ένα σύνολο, από μια οργανωμένη ομάδα ανθρώπων: «είναι ξεκομμένος από την παρέα μας χωρίς να ξέρουμε το λόγο». Επίρρ. ξεκομμένα, απερίφραστα, χωρίς υπεκφυγές: «του το ’πα ξεκομμένα πως δε θα ξαναπάω στη δουλειά του»·
- ξεκομμένα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα.
- το λέω ξεκομμένα, λέω κάτι χωρίς περιστροφές, χωρίς υπεκφυγές: «αν σε ξαναδώ μεθυσμένο, θα σε σαπίσω στο ξύλο, στο λέω ξεκομμένα». (Λαϊκό τραγούδι: ο έρωτας κι ο τζόγος δε συμβιβάζεται, το λέω ξεκομμένα στοίχημα μη βάζετε).