ξεκολλώ κ. ξεκολλάω κ. ξεκολνώ κ. ξεκολνάω, ρ. [<ξε- + κολλώ], ξεκολλώ. 1. απομακρύνομαι από κάποιον, από κάποια παρέα ή από κάποιο γνωστό περιβάλλον στο οποίο συχνάζω συστηματικά: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισε, δεν ξεκολλάει απ’ το σπίτι της! || μόλις κατάλαβε τι κουμάσια ήταν, ξεκόλλησε από κοντά τους». 2α. στην προστακτ. ξεκόλλα, (προτρεπτικά ή συμβουλευτικά) εγκατάλειψε την έμμονη ιδέα που έχεις για κάποιον ή για κάτι, ή πάψε να ασχολείσαι πάντα με το ίδιο θέμα, με το ίδιο πράγμα: «ξεκόλλα κακομοίρη μου, γιατί, αν συνεχίσεις να υποπτεύεσαι τον καθένα, θα καταλήξεις στο τρελάδικο || ξεκόλλα επιτέλους απ’ αυτό το υποβρύχιο ψάρεμα!». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό στα λέω Γιάννη μου, εδώ πληρώνονται όλα, αμάρτησες, το σέβομαι, μα τώρα πια ξεκόλλα). β. (απειλητικά) φύγε, απομακρύνσου, άφησέ με ήσυχο: «ξεκόλλα, γιατί στο τέλος θα στις βρέξω». Συνών. ξεκουβάλα / ξεκούνα·
- δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- δεν ξεκολλάει απ’ το νου μου, βλ. λ. νους·
- δεν ξεκολλώ, α. συχνάζω συστηματικά σε ένα μέρος ή συναναστρέφομαι συστηματικά ένα άτομο: «είναι τόσο σωστό μπαράκι το Αλέα που δεν ξεκολλώ απ’ αυτό || είναι πολύ καθώς πρέπει κύριος, γι’ αυτό δεν ξεκολλώ από κοντά του». β. έχω έμμονη ιδέα, ασχολούμαι πάντα με το ίδιο θέμα ή πράγμα: «δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό του πως η γυναίκα του έχει γκόμενο || απ’ τη μέρα που έμαθε σκάκι, δεν ξεκολλάει!».