αντικυκλοφοριακός, -ή κ. -ιά, -ό, επίθ. [<αντί + κυκλοφορώ + κατάλ. -ιακός], ιδίως εύχρ. στη φρ. είμαι αντικυκλοφοριακός, (στη νεοαργκό) είμαι πολύ πιωμένος, πολύ μαστουρωμένος και ως εκ τούτου δεν μπορώ να κυκλοφορήσω ή δεν είμαι σε θέση να κυκλοφορήσω, γιατί είμαι σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση: «τον άφησα ξάπλα στο κρεβάτι του, γιατί ήταν αντικυκλοφοριακός || μετά το θάνατο του πατέρα του είναι πολύ αντικυκλοφοριακός».