αντέχω, ρ. [<αρχ. ἀντέχω], αντέχω. (Ακολουθούν 38 φρ.)·
- άντεξε καρδιά μου! βλ. λ. καρδιά·
- άντεξε ψυχή μου! βλ. λ. ψυχή·
- αντέχει η καρδιά σου; βλ. λ. καρδιά·
- αντέχει η καρδιά σου να…; βλ. λ. καρδιά·
- αντέχει η πλάτη μου ή αντέχουν οι πλάτες μου, βλ. λ. πλάτη·
- αντέχει η πλάτη σου να…; ή αντέχουν οι πλάτες σου να…; βλ. λ. πλάτη·
- αντέχει η τσέπη μου, βλ. λ. τσέπη·
- αντέχει η τσέπη σου να…; βλ. λ. τσέπη·
- αντέχει η ψυχή σου; βλ. λ. ψυχή·
- αντέχει η ψυχή σου να…; βλ. λ. ψυχή·
- αντέχει το πορτοφόλι μου, βλ. λ. πορτοφόλι·
- αντέχει το πορτοφόλι σου να…; βλ. λ. πορτοφόλι·
- αντέχουν οι ώμοι μου, βλ. λ. ώμος·
- αντέχουν οι ώμοι σου να…; βλ. λ. ώμος·
- δεν αντέχει η καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- δεν αντέχει η καρδιά μου να…, βλ. λ. καρδιά·
- δεν αντέχει η πλάτη μου ή δεν αντέχουν οι πλάτες μου, βλ. λ. πλάτη·
- δεν αντέχει η τσέπη μου, βλ. λ. τσέπη·
- δεν αντέχει η ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
- δεν αντέχει η ψυχή μου να…, βλ. λ. ψυχή·
- δεν αντέχει το βαλάντιό μου, βλ. λ. βαλάντιο·
- δεν αντέχει το πορτοφόλι μου, βλ.λ. πορτοφόλι·
- δεν αντέχουν οι ώμοι του, βλ. λ. ώμος·
- δεν αντέχω άλλο, δεν μπορώ να υπομένω περισσότερο, δεν μπορώ να κάνω άλλο υπομονή, απηύδησα: «θα τη χωρίσω, γιατί δεν αντέχω άλλο την γκρίνια της || δεν αντέχω άλλο στις ατυχίες της ζωής || δεν αντέχω άλλα βάσανα»·
- δεν αντέχω στον πειρασμό, βλ. λ. πειρασμός·
- δεν το αντέχει η καρδιά μου να…, βλ. λ. καρδιά·
- δεν το αντέχει η ψυχή μου να…, βλ. λ. ψυχή·
- να μη σου δώσει ο Θεός όσα μπορείς ν’ αντέξεις, βλ. λ. Θεός·
- όσο αντέχει η καρδιά σου, βλ. λ. καρδιά·
- όσο αντέχει η ψυχή σου, βλ. λ. ψυχή·
- πώς αντέχει η καρδιά σου; βλ. λ. καρδιά·
- πώς αντέχει η καρδιά σου να…; βλ. λ. καρδιά·
- πώς αντέχει η ψυχή σου; βλ. λ. ψυχή·
- πώς αντέχει η ψυχή σου να…; βλ. λ.
- πώς το αντέχει η καρδιά σου να…; βλ. λ. καρδιά· 
- πώς το αντέχει η ψυχή σου να…; βλ. λ. ψυχή·
- το αντέχει η καρδιά σου να…! βλ. λ. καρδιά·
- το αντέχει η ψυχή σου να…! βλ. λ. ψυχή.