ξανά, επίρρ. [<μσν. ξανά, αποχωρίστηκε από ρ. σύνθετα με τις δυο προθέσεις εξ - ανά]. 1. πάλι, άλλη μια φορά, ιδίως εύχρ. στις φρ. ξανά και ξανά ή ξανά μανά ή πιο ολοκληρωμένο ξανά μανά τα ίδια, επανάληψη ενέργειας ή πράξης εξακολουθητικά και ενοχλητικά: «μου είχες υποσχεθεί πως θα σταματούσες να χαρτοπαίζεις, αλλ’ απ’ ό,τι έμαθα, ξανά μανά τα ίδια». (Λαϊκό τραγούδι: βρε Παντελή, βρε Παντελή, ξανά μανά μου άρχισες το ίδιο το βιολί).2. ως πρώτο συνθετικό ρημάτων δηλώνει την επανάληψη της ενέργειά τους, π.χ. ξανακλαίω, κλαίω ακόμη μια φορά, κλαίω ξανά.