αντέχομαι, ρ. [<αντέχω], ιδίως εύχρ. στη φρ. δεν αντέχεται, (για πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις) δεν είναι υποφερτός, δεν υποφέρεται, είναι ανυπόφορος: «δεν αντέχεται αυτός ο άνθρωπος, γιατί συνέχεια γκρινιάζει || δεν αντέχεται τέτοιο βάρος || δεν αντέχεται τόσο κρύο».