νυχάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. νύχι]. 1. το νύχι του μικρού δαχτύλου του χεριού ή ποδιού: «με πέθανε στον πόνο, γιατί πάνω στη βιασύνη του με πάτησε στο νυχάκι μου». 2. είδος καλλωπιστικού φυτού: «στο παράθυρό της είχε μια γλάστρα με νυχάκι»·
- δεν τον φτάνεις ούτε στο νυχάκι του ή δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του το νυχάκι, δεν μπορείς να συγκριθείς μαζί του, γιατί, γενικά, είναι κατά πολύ ανώτερός σου: «είναι σίγουρο πως τον κατηγορείς συνεχώς από ζήλια, γιατί δεν τον φτάνεις ούτε στο νυχάκι του». Συνών. δεν τον φτάνεις ούτε στο δαχτυλάκι του ή δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του το δαχτυλάκι.