νυφοπάζαρο, το, ουσ. [<νύφη + παζάρι], περιοχή, τόπος ή στέκι όπου συχνάζουν πολλές ανύπαντρες γυναίκες και που το επισκέπτονται ανύπαντροι άντρες για να προσεγγίσουν και να συνάψουν σχέση με τη γυναίκα την οποία επιλέγουν: «τ’ απογεύματα η παραλία είναι σκέτο νυφοπάζαρο». (Λαϊκό τραγούδι: στα καφενεία της πάντα το σούρουπο οι νέοι κάθονται σιγομιλώντας και τα κορίτσια της στο νυφοπάζαρο κάνουν τις βόλτες τους γλυκοκοιτώντας). Παλιότερα, στις συνοικίεςκαι στην επαρχία, νυφοπάζαρο λεγόταν η βόλτα που έκαναν οι νέες και οι νέοι τις Κυριακές ή τις γιορτές στον κεντρικό δρόμο ή στην πλατεία του χωριού. Χαρακτηριστικό ήταν ότι από τη μια πλευρά βολτάριζαν μόνο οι νέες και από την άλλη πλευρά μόνο οι νέοι και ήταν ο τόπος όπου δημιουργούνταν τα φλερτ, οι συμπάθειες και οι έρωτες, που συνήθως είχαν κατάληξη το γάμο. Συνών. παντρεμενάδικο.