νυστέρι, το, ουσ. [<σπάνιο νυστήριον <νύσσω (= κεντώ, τρυπώ)], το νυστέρι· η εγχείρηση: «έχω σοβαρό πρόβλημα με το στομάχι μου και πολύ φοβάμαι πως δε θα το γλιτώσω το νυστέρι»·
- βάζω νυστέρι (σε κάτι), διερευνώ σε βάθος μια υπόθεση προκειμένου να διορθώσω ή να εξαλείψω όλα τα κακώς έχοντα: «είναι αποφασισμένος να βάλει νυστέρι στα οικονομικά της εταιρείας για να τη γλιτώσει απ’ την οικονομική καταστροφή».