νυ, το, άκλ. ουσ. [<αρχ. νῦ <σημίτ. nun (= ψάρι)], το γράμμα ν, ιδίως εύχρ. στη φρ. με το νυ και με το σίγμα, με κάθε λεπτομέρεια: «ό,τι άκουσε να λένε μεταξύ τους, ήρθε και μου τα ’πε με το νυ και με το σίγμα». (Λαϊκό τραγούδι: αφού σου είπα με το νυ και με το σίγμα την περιπέτεια που είχα στη ζωή και με συγχώρεσες, γιατί είχα πέσει θύμα, τι θέλεις τώρα από μένα τη φτωχή).