ντρέπομαι, ρ. [<μσν. ντρέπομαι <αρχ. ἐντρέπομαι], ντρέπομαι·
- δεν ντρέπεσαι το μπόι σου; βλ. λ. μπόι·
- δεν ντρεπούστε τέτοιοι που ’στε; λογοπαίγνιο με τη λ. πούστης, που συνήθως λέγεται ανάμεσα στην παρέα χάριν αστεϊσμού, με την έννοια δεν ντρέπεστε τέτοιοι που είστε(;)·
- ντρέπομαι για λογαριασμό σου! βλ. λ. λογαριασμός·
- σαν δεν ντρέπεσαι! ή σαν δεν ντρεπόμαστε! απευθύνεται επιτιμητικά σε άτομο που ενεργεί με απαράδεκτο τρόπο και έχει την έννοια ντροπή σου(!): «σαν δε ντρέπεσαι, να συμπεριφέρεσαι μ’ αυτόν τον τρόπο σε γέρο άνθρωπο!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το λίγο λέω γω. Ο πλ. και όταν το άτομο αναφέρεται σε ένα άτομο. (Λαϊκό τραγούδι: σα δε ντρέπεσαι, σα δεν ντρέπεσαι πονηρά τις νύχτες φεύγεις κι έρχεσαι
- σαν δεν ντρέπεσαι το μπόι σου! βλ. λ. μπόι·
- τον ντρέπομαι, α. αισθάνομαι ότι δεν αξίζω τη συμπάθειά του ή την εκτίμησή του λόγω της κακής μου διαγωγής: «τον ντρέπομαι αυτόν τον άνθρωπο, γιατί ακόμη δεν αξιώθηκα να του επιστρέψω τα δανεικά που του είχα πάρει». β. αισθάνομαι σεβασμό σε κάποιον λόγω θέσης ή ηλικίας του: «όταν με συμβουλεύει ο παππούς μου δεν τον κοιτώ στα μάτια, γιατί τον ντρέπομαι».