ντουφεκιά κ. τουφεκιά, η, ουσ. [<ντουφέκι], η ντουφεκιά·
- έπεσε μια ντουφεκιά, κάποιος πυροβόλησε με ντουφέκι: «ξαφνικά έπεσε μια ντουφεκιά κι όλοι οι στρατιώτες πήραν τις θέσεις τους στα χαρακώματα». (Παιδικό τραγούδι: στου Μανώλα την ταβέρνα έπεσε μια ντουφεκιά, μπαμ! Και τρυπήσαν τα βαρέλια και χυθήκαν τα κρασιά. σσσ!
- έριξε μια ντουφεκιά, βλ. φρ. έπεσε μια ντουφεκιά·
- πέφτουν ντουφεκιές, κάποιοι πυροβολούν ή ανταλλάσσουν πυροβολισμούς με ντουφέκια: «σ’ όλη τη διάρκεια του γλεντιού έπεφταν ντουφεκιές || απ’ τους δυο αντιμέτωπους στρατούς άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες ντουφεκιές»·
- ρίχνουν ντουφεκιές, βλ. φρ. πέφτουν ντουφεκιές·
- χωρίς να πέσει ντουφεκιά, χωρίς την παραμικρή ένοπλη αντίσταση: «ο εχθρός παραδόθηκε χωρίς να πέσει ντουφεκιά»·
- χωρίς να ρίξει ντουφεκιά, βλ. φρ. χωρίς να πέσει ντουφεκιά.