ντίρλα, η, ουσ. [;], το μεγάλο μεθύσι: «ήταν πολύ μεθυσμένος; -Ντίρλα, σου λέω!»·
- γίνομαι ντίρλα, μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «πήγαμε να πιούμε ένα ποτηράκι, αλλά κέρνα ο ένας, κέρνα ο άλλος, στο τέλος γίναμε ντίρλα». Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι·
- είμαι ντίρλα, είμαι πολύ μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «σε παρακαλώ, πήγαινέ με μέχρι το σπίτι, γιατί είμαι ντίρλα και δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου». Για συνών. βλ. φρ. είμαι φέσι, λ. φέσι·
- τον κάνω ντίρλα, τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, τον κάνω να μην ξέρει τι του γίνεται από το μεθύσι: «έλεγε πως αντέχει το ποτό, αλλά με τα πρώτα ποτηράκια που τον κέρασα, τον έκανα ντίρλα». Για συνών. βλ. φρ. τον κάνω φέσι, λ. φέσι.