ντιμπισφιρίκ, ο, άκλ. ουσ. [;], ιδ. εύχρ. στις φρ. είναι ντιμπισφιρίκ, είναι τρελός: «μην τον παίρνεις στα σοβαρά, γιατί είναι ντιμπισφιρίκ ο άνθρωπος». Συνοδεύεται με παράλληλη χειρονομία με τα δάχτυλα στο ύψος του κροτάφου να κάνουν μια περιστροφική κίνηση·
- το παίζει ντιμπισφιρίκ, προσποιείται τον τρελό: «κάθε φορά που τα βρίσκει σκούρα, το παίζει ντιμπισφιρίκ».