ντανγκ, το, τα, άκλ. ουσ. [ηχομιμητική λ. από τον ήχο που παράγεται από τη σύγκρουση δυο μεταλλικών αντικειμένων]. 1. δηλώνει ξαφνικό χτύπημα: «από πού ακούστηκε αυτό το νταγκ; || εκεί που καθόμασταν και συζητούσαμε ήσυχα ήσυχα, ντανγκ, του ’ρθε μια πέτρα στο κεφάλι». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να δείχνει με την κόψη της το σημείο που δέχτηκε κανείς το χτύπημα. 2. ως επίρρ., δηλώνει με ακρίβεια χρονικό σημείο, ιδίως στη φρ. ήρθε ντανγκ, ακριβώς: «το τρένο ήρθε ντανγκ στις δέκα».