νταηλίκι, το, ουσ. [<τουρκ. dayilik]. 1. η συμπεριφορά του νταή, η παλικαριά: «είναι γνωστός σ’ όλη την πιάτσα για το νταηλίκι του». (Λαϊκό τραγούδι: να ’σαι κουρνάζος κι έξυπνος κι όλο με ζοριλίκι, για μαύρα μάτια ζόρικα να ’χεις το νταηλίκι). 2. η επίδειξη δύναμης για εκφοβισμό: «δεν περνάνε εδώ τα νταηλίκια σου»·
- δε σηκώνω νταηλίκι ή δε σηκώνω νταηλίκια, δε δέχομαι, δε φοβάμαι από τις επιδείξεις δύναμης κάποιου: «σε μένα μην κάνεις τον άγριο, γιατί δε σηκώνω νταηλίκια». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ είμ’ απ’ τα παιδιά που δεν κωλώνουν πουθενά· μάγκες μου, σας το δηλώνω: νταηλίκι δε σηκώνω
- πουλώ νταηλίκι, προσποιούμαι τον ανδρείο, τον παλικαρά. (Λαϊκό τραγούδι: δυο πονηροί μου ’κάναν μπλόκο στης γκόμενας το μαχαλά και μου πουλάγαν νταηλίκι, να φύγω σώνει και καλά).