νταβάς1, κ. ταβάς, ο, ουσ. [<τουρκ. tava (= τηγάνι)], βαθύ στρογγυλό ταψί: «όπως έφερνε τον νταβά απ’ το φούρνο, σκόνταψε και του χύθηκε όλο το φαγητό». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’ρχεται να κάνω γιούρια, στο νταβά με τα κουλούρια
- της θάλασσας τα ψάρια δεν μπαίνουν μόνα τους στον νταβά, πρέπει να κοπιάσεις, αν θέλεις να κερδίσεις, να απολαύσεις κάτι: «πρέπει να κοπιάσεις για να κερδίσεις τη ζωή σου, γιατί της θάλασσας τα ψάρια δεν μπαίνουν μόνα τους στον νταβά». Αναφορά στον πλανόδιο ψαρά ο οποίος περιφερόταν τις γειτονιές έχοντας τα ψάρια μέσα σ’ έναν νταβά τον οποίο μετέφερε πάνω στο κεφάλι του.