νούμερο, το, ουσ. [<μσν. νούμερον  <λατιν. numerus ή ιταλ. numero]. 1. ο αριθμός: «μπορείς να μου δώσεις το νούμερο του τηλεφώνου σου; || ποιο νούμερο βγήκε στην τελευταία κλήρωση του λαχείου;». (Λαϊκό τραγούδι: στη φυλακή με βάλανε, ωχ, αμάν στο νούμερο το πέντε, γιαβρούμ, άδικα με δικάσανε, βρ’ αμάν, χρονάκια δεκαπέντε, γιουχ αμάν). 2. (ειρωνικά ή υποτιμητικά) άνθρωπος φαιδρός, γελοίος: «αν έρθει κι αυτό το νούμερο μαζί σας, εγώ δεν έρχομαι». 3. χορευτικό, ακροβατικό, ταχυδακτυλουργικό ή κωμικό σκετς σε επιθεωρησιακό θίασο ή σε νυχτερινό κέντρο διασκεδάσεως: «ποιο νούμερο είναι αυτό που βγαίνει τώρα; || βγήκε το νούμερο με τον ταχυδακτυλουργό;». 4. (στη γλώσσα του στρατού) η ώρα που φυλάει κάποιος σκοπιά: «τι νούμερο σ’ έβαλε σήμερα ο λοχίας;». 5α. στον πλ. τα νούμερα, ο λογαριασμός, ιδίως στην περίπτωση που έχουμε αγοράσει πολλά είδη, ή στην περίπτωση που βρισκόμαστε σε κάποιο κέντρο διασκεδάσεως ή σε ένα εστιατόριο και έχουμε παραγγείλει πολλές φορές: «για πες μας, σε παρακαλώ, τι λένε τα νούμερα, γιατί θέλουμε να πληρώσουμε». Από την εικόνα του υπαλλήλου που βάζει τον έναν αριθμό κάτω από τον άλλον για να κάνει την πρόσθεση. β. το σύνολο των χορευτικών, ακροβατικών, ταχυδακτυλουργικών ή κωμικών σκετς που αποτελούν το πρόγραμμα ενός επιθεωρησιακού θιάσου ή ενός νυχτερινού κέντρου διασκεδάσεως: «το μαγαζί σήμερα έχει καινούρια νούμερα». (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- γερμανικό νούμερο, βλ. λ. γερμανικός·   
- γίνομαι νούμερο, γελοιοποιούμαι: «ήπια τόσο πολύ, που μέθυσα κι έγινα νούμερο». (Λαϊκό τραγούδι: και νούμερο θα γίνεις, θα χορεύεις και θα πίνεις
- δεν είναι στο νούμερό μου ή δεν είναι το νούμερό μου, (για είδη ένδυσης ή υπόδησης) μου είναι μεγαλύτερο ή μικρότερο από αυτό που φορώ, που χρησιμοποιώ: «το πουκάμισο με στενεύει στο λαιμό, γιατί δεν είναι στο νούμερό μου || τα παπούτσια δεν είναι στο νούμερό μου»·
- δεύτερο νούμερο, (στη γλώσσα του στρατού) η φύλαξη σκοπιάς δώδεκα με δύο το πρωί: «ετοιμάζεται για τη σκοπιά, γιατί είναι δεύτερο νούμερο»· 
- είναι μεγάλο νούμερο, είναι πολύ φαιδρός, πολύ γελοίος: «μην τον παίρνεις πολύ στα σοβαρά, γιατί είναι μεγάλο νούμερο ο τύπος»·
- είναι στο νούμερό μου ή είναι το νούμερό μου, (για είδη ένδυσης ή υπόδησης) μου ταιριάζει απόλυτα, είναι αυτό που φορώ, που χρησιμοποιώ: «αυτό το πουκάμισο είναι στο νούμερό μου || αυτά τα παπούτσια είναι το νούμερό μου»·
- είναι το νούμερο ένα, α. είναι ο πρώτος και καλύτερος σε μια επιχείρηση ή οργανισμό, είναι αυτός που διευθύνει μια επιχείρηση ή οργανισμό: «σ’ όλη αυτή τη γιγάντια επιχείρηση που βλέπεις, το νούμερο ένα είναι ο τάδε». β. είναι ο πρώτος και καλύτερος από όλους σε ένα επαγγελματικό χώρο ή στη γνώση κάποιας τέχνης: «αυτός που βλέπεις είναι το νούμερο ένα στο χώρο της μόδας || είναι το νούμερο ένα του εμπορικού κόσμου της πόλης μας || ο μάστρο Μιχάλης είναι το νούμερο ένα μηχανικός αυτοκινήτων». γ. (γενικά για πρόσωπα ή πράγματα) είναι ασυναγώνιστος: «ο φίλος μου είναι το νούμερο ένα μέσ’ στην παρέα μας || τ’ αυτοκίνητό μου είναι το νούμερο ένα»·
- κάνω νούμερα  ή κάνω τα νούμερα μου, α. (και για τα δυο φύλα) κάνω νάζια, κόλπα, καπρίτσια  στον ερωτικό μου σύντροφο, δημιουργώ συνέχεια προβλήματα ή ταλαιπωρίες στον ερωτικό μου σύντροφο είτε για να του κεντρίσω το ενδιαφέρον του είτε για να τον εκδικηθώ: «μην κάνεις τώρα νούμερα, γιατί καταλαβαίνω πως κι εσύ θέλεις να κοιμηθούμε παρέα || κάνε μου ξανά νούμερα και θα δεις τι έχεις να πάθεις!». β. (για μηχανήματα) παρουσιάζω προβλήματα κατά τη λειτουργία μου: «το ’φερα σε κάποιο λογαριασμό το μηχάνημα, αλλά εξακολουθεί να κάνει νούμερα». γ. (γενικά) ταλαιπωρώ, δημιουργώ προβλήματα, αντιστέκομαι στις απαιτήσεις ή στις επιθυμίες κάποιου, δυστροπώ: «άσ’ τον να κάνει τα νούμερά του, γιατί είναι παιδί ακόμη κι έχει καιρό να βάλει μυαλό || πάντα κάνει νούμερα πριν πει το ναι»·
- νούμερο ένα, (για πρόσωπα ή πράγματα), (γενικά) ο πρώτος και ο καλύτερος: «Αντένα νούμερο ένα»·
- πρώτο νούμερο, (στη γλώσσα του στρατού) η φύλαξη σκοπιάς δέκα με δώδεκα το βράδυ: «σήμερα το βράδυ είμαι πρώτο νούμερο»·
- τον κάνω νούμερο, τον γελοιοποιώ: «τον μέθυσε τόσο πολύ, που στο τέλος τον έκανε νούμερο»·
- του κάνω νούμερα, του παρεμβάλλω συνεχώς δυσκολίες, τον ταλαιπωρώ: «μέχρι να του πάρει τα λεφτά, έγινε χαλί να τον πατήσει και τώρα που ήρθε καιρός να του τα επιστρέψει, του κάνει νούμερα || μου κάνει νούμερα το αυτοκίνητο»·
- τρίτο νούμερο, (στη γλώσσα του στρατού),βλ. φρ. γερμανικό νούμερο.