νονός κ. νουνός, ο, θηλ. νονά κ. νουνά, η, ουσ. [<λατιν. nonnus]. 1. ανάδοχος σε βάφτιση: «κάθε φορά που γιορτάζει, ο νονός του του κάνει ένα σωρό δώρα». 2. αυτός που δίνει ένα όνομα, μια ονομασία, ένα τίτλο σε κάτι: «ο νονός του τίτλου της συλλογής διηγημάτων μου Ο δικός μας άνθρωπος, είναι ο συγγραφέας Περικλής Σφυρίδης. 3. αρχηγός ατόμων του υποκόσμου που επιβάλλει εκβιαστικά και αντί αμοιβής την προστασία του σε άτομα ή σε ύποπτες, παράνομες αλλά και νόμιμες επιχειρήσεις και, κατ’ επέκταση, άνθρωπος σκληρός και επικίνδυνος. Στην Ελλάδα, ο υπόκοσμος δεν υπήρξε ποτέ τόσο οργανωμένος όσο στις Η.Π.Α., στη Ν. Αμερική ή στην Ευρώπη και μόνο τα τελευταία χρόνια άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους στις μεγάλες πόλεις, Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πειραιά διάφορες συμμορίες νονών της νύχτας, που η καθεμιά ανέλαβε να προστατέψει κι έναν τομέα της παράνομης νυχτερινής δραστηριότητας. Έτσι, άλλη ομάδα  είναι ο νονός των χαρτοπαιχτικών λεσχών, άλλη των νυχτερινών κέντρων διασκέδασης, άλλη των πορνείων και άλλη και αυτών ακόμη των τραβεστί, π.χ.: οι Ντουλάπες, είχαν δραστηριοποιηθεί στο χώρο των γυμναστηρίων, οι Άγριοι, πρόσφεραν προστασία ακόμη και σε περίπτερα, οι Μανιάτες, είχαν δραστηριοποιηθεί κυρίως στον Πειραιά όπου υπάρχουν πολλά νυχτερινά κέντρα, οι Μάγκες, πρόσφεραν προστασία στα διάφορα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης του λεκανοπεδίου της Αττικής, καθώς και οι Φίλοι (από το ότι διατηρούσαν φιλικές σχέσεις με τον Καλαποθαράκο ο οποίος έπεσε νεκρός το 2002 σε ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών των ανθρώπων της νύχτας) και πρόσφεραν την προστασία τους στα κέντρα της παραλιακής και μέχρι αυτά του Σουνίου. Οι ομάδες αυτές των εκβιαστών, εξαρθρώθηκαν(;) από την αστυνομία στις αρχές του 2005. Σύμφωνα δε με τους άγραφους νόμους της πιάτσας, ποτέ δεν μπαίνει ο ένας στα χωράφια του άλλου και, όταν συμβαίνει αυτό, ξεσπάει ένας αμείλικτος πόλεμος συμφερόντων·
- ο νονός! επιφών. που απευθύνεται σε μικρό παιδί που πνίγεται κατά την ώρα του φαγητού ή κατά την ώρα που πίνει νερό και, κατ’ επέκταση, απευθύνεται και με ειρωνική διάθεση σε κάποιον μεγάλο για τον ίδιο λόγο. Συνήθως επαναλαμβανόμενο·
- όποιος έχει νουνό, τρώει κουλούρι, λέγεται γι’ αυτούς που έχουν ισχυρούς προστάτες και για το λόγο αυτό καλοπερνάνε: «έχει φίλο βιομήχανο και τη βγάζει καθαρή, γιατί όποιος έχει νουνό, τρώει κουλούρι». Από το ότι ο νονός, όταν ο βαφτισιμιός του γιορτάζει, ή στις μεγάλες γιορτές, του κάνει διάφορα δώρα·
- σύρε με νονέ και φέρε με κουμπάρε, λέγεται στην περίπτωση που υπάρχει τέλεια ασυνεννοησία: «επί μία ώρα ο ένας έλεγε το δικό του, ο άλλος έλεγε το δικό του, κι έτσι, σύρε με νονέ και φέρε με κουμπάρε, δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν τη δουλειά». Παλιότερα, αυτός που βάφτιζε ένα άτομο, συνήθως το πάντρευε κιόλας και η φρ. θέλει να μας δείξει πως ανάμεσα σε αυτά τα δυο άτομα, που τις πιο πολλές φορές υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά ηλικιών, δεν μπορεί να βρεθεί πεδίο συνεννόησης: «κάποιος πέταξε την ιδέα να πάμε το βράδυ να διασκεδάσουμε και, όταν αρχίσαμε να μιλάμε όλοι μαζί για το πού θα πάμε, ήμασταν σύρε με νονέ και φέρε με κουμπάρε, ώσπου στο τέλος πήγε ο καθένας στο σπίτι του»·   
- τρελός νονός σε βάφτισε, βλ. φρ. τρελός παπάς σε βάφτισε, λ. παπάς·
- τρελός νονός σε βάφτισε; βλ. φρ. τρελός παπάς σε βάφτισε; λ. παπάς.