νόμισμα, το, ουσ. [<αρχ. νόμισμα], το νόμισμα. (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- γερό νόμισμα, βλ. φρ. σκληρό νόμισμα·
- είναι (οι δυο) όψεις του ίδιου νομίσματος, βλ. λ. όψη·
- είναι (οι δυο) πλευρές του ίδιου νομίσματος, βλ. λ. πλευρά·
- η άλλη όψη του νομίσματος, βλ. λ. όψη·
- η άλλη πλευρά του νομίσματος, βλ. λ. πλευρά·
- η μία όψη του νομίσματος, βλ. λ. όψη·
- η μια πλευρά του νομίσματος, βλ. λ. πλευρά·
- πληρώνομαι με το ίδιο νόμισμα, μου συμπεριφέρονται με τον ίδιο κακό τρόπο με τον οποίο τους συμπεριφέρθηκα, μου ανταποδίδουν τα ίσα: «αφού φέρθηκα σκάρτα, δεν μπορώ να πω τίποτα που πληρώθηκα με το ίδιο νόμισμα». (Λαϊκό τραγούδι: λίγα μπιζού και δυο στολίδια τιποτένια, αυτά σε κάνανε για να με αρνηθείς· να μη ξεχνάς, όμως, να το ’χεις πάντα έννοια, με το ίδιο νόμισμα κι εσύ θα πληρωθείς
- πληρώνω με το ίδιο νόμισμα, συμπεριφέρομαι με τον ίδιο κακό τρόπο με τον οποίο μου συμπεριφέρθηκαν, ανταποδίδω τα ίσα: «αφού μου φέρθηκε σκάρτα, τον πλήρωσα κι εγώ με το ίδιο νόμισμα». (Λαϊκό τραγούδι: μία σου και μία μου θα το μετανιώσεις, με το ίδιο νόμισμα θα το πληρώσεις
- σκληρό νόμισμα, που δεν πέφτει η αξία του, το ισχυρό νόμισμα: «όλες οι συναλλαγές με το εξωτερικό γίνονται με σκληρό νόμισμα || η λίρα, το δολάριο και το ευρώ αποτελούν τα σκληρά νομίσματα της παγκόσμιας οικονομίας»·
- το νόμισμά σου ήταν κάλπικο ή τα νομίσματά σου ήταν κάλπικα, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που έχει εκφέρει λάθος γνώμη για ένα θέμα και προσπαθεί να μας δικαιολογηθεί με το εγώ νόμιζα.