νοικοκυριό, το, ουσ. [<νοικοκυρεύω + κατάλ. -ιό]. 1. η φροντίδα του σπιτιού: «αυτός εργάζεται σε μια ιδιωτική επιχείρηση κι η γυναίκα του ασχολείται με το νοικοκυριό». 2. η έννοια της εστίας, η οικογένεια: «πώς πάει το νοικοκυριό;». 3. τα αντικείμενα που βοηθούν στη λειτουργία ενός σπιτιού, οι οικοσκευές: «σε μερικούς μήνες παντρεύομαι και πάω να ψωνίσω το νοικοκυριό μου»·
- ανοίγω νοικοκυριό, βλ. φρ. κάνω νοικοκυριό. (Λαϊκό τραγούδι: σε μάζεψα, σε σύμμασα απ’ τα σοκάκια μέσα κι είπα, να κάνουμε χωριό, ν’ ανοίξουμε νοικοκυριό.Μα συ δεν έχεις μπέσα). Συνών. ανοίγω σπίτι·
- κάνω νοικοκυριό, κάνω δικό μου σπίτι, δική μου οικογένεια, παντρεύομαι: «λέω να κάνω κι εγώ νοικοκυριό πριν με πάρουν τα χρόνια». Συνών. κάνω σπίτι (β).