νοίκι,
το, ουσ. [<μσν.
νοίκιν <αρχ. ἐνοίκιον], το νοίκι·
- είμαι
στο νοίκι, βλ. φρ. μένω στο νοίκι·
-
μένω στο νοίκι, μένω
σε σπίτι που το νοικιάζω: «μαζεύω λεφτά ν’ αγοράσω ένα δικό μου σπίτι, γιατί
κουράστηκα να μένω στο νοίκι»·
- τα
νοίκια τρέχουν ή το νοίκι τρέχει ή τρέχουν τα νοίκια ή τρέχει
το νοίκι, σε κάθε περίπτωση πληρώνεται, καταβάλλεται: «έχει το κεφάλι του
ήσυχο, γιατί ο πατέρας του του άφησε πέντε διαμερίσματα, τα νοικιάζει και
τρέχουν τα νοίκια || πρέπει να τελειώσω γρήγορα με την ανακαίνιση του μαγαζιού
για ν’ αρχίσω πάλι να δουλεύω, γιατί το νοίκι τρέχει».