ανοιχτομάτης, ο, θηλ. ανοιχτομάτα κ. ανοιχτομάτισσα, η, ουσ. [<ανοιχτο- + μάτης]. 1. αυτός που δεν εξαπατάται, που δεν ξεγελιέται εύκολα, ο έξυπνος: «όταν θα πας να υπογράψεις τα συμβόλαια, πάρε μαζί σου και τον αδερφό σου, που είναι ανοιχτομάτης, γιατί εσένα, που είσαι καινούριος στη δουλειά, μπορεί να σε ξεγελάσουν». (Λαϊκό τραγούδι: άλλο ο ανοιχτομάτης άλλο ο αβγουλομάτης, όλο ίδια και τα ίδια του μυαλού τα ροκανίδια).2. αυτός που κατά κανόνα ασχολείται μόνο με εκείνες τις δουλειές που καταλαβαίνει πως θα του αποφέρουν κέρδος: «ξέρει και διαλέγει τις δουλειές του αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι ανοιχτομάτης». (Λαϊκό τραγούδι: βρε Κωστάκη ανοιχτομάτη που όλο έψαχνες για κάτι, ήρθε όμως η δωδεκάτη και σε πούλησε ο καιρός
- βοηθήστε στραβοί τον ανοιχτομάτη, ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που επιδιώκει να παρουσιαστεί πιο έξυπνο από εμάς για να μας ξεγελάσει, να μας εξαπατήσει, ενώ εμείς ξέρουμε πως είμαστε πιο έξυπνοι από αυτό: «αν μου δώσεις πεντακόσια χιλιάρικα, θα μπορέσω να σου βρω δουλειά στο εργοστάσιο του θείου μου. -Βοηθήστε στραβοί τον ανοιχτομάτη». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε.