νιανιά, άκλ. ουσ. [ηχομιμητική λ. από τη γλώσσα των νηπίων], φαγητό λιωμένο σαν την τροφή των βρεφών και, κατ’ επέκταση, φαγητό που είναι σαν χυλός, άνοστο φαγητό: «το φαγητό που μας σερβίρισαν ήταν νιανιά και δεν τρωγόταν»·
- έγινε νιανιά η δουλειά ή η δουλειά έγινε νιανιά, βλ. λ. δουλειά·
- έκανα νιανιά τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τα ’κανα νιανιά, (γενικά) μπέρδεψα, ανακάτεψα μια δουλειά ή μια υπόθεση: «φωνάξαμε και τον τάδε δήθεν για να βοηθήσει και τα ’κανε νιανιά»·
- το ’κανα νιανιά (ενν. το φαγητό), το ανακάτεψα τόσο πολύ, που το έκανα σαν χυλό: «ποιος θα θελήσει να φάει απ’ αυτό το φαγητό έτσι νιανιά όπως το ’κανες!».