νέτος, -η, -ο, επίθ. [<ιταλ. netto]. 1. (για πρόσωπα) που έχει τελειώσει, που έχει νετάρει μια δουλειά ή μια υπόθεση: «αύριο θα είμαι νέτος με τη δουλειά που έχω αναλάβει». 2. που είναι καθαρός, γνήσιος από άποψη χαρακτήρα: «είναι πολύ νέτος άνθρωπος». 3. (για εμπορεύματα) που το βάρος του υπολογίζεται χωρίς το απόβαρο, χωρίς τη συσκευασία: «το σακί με τα φασόλια είναι πενήντα κιλά νέτο», δηλ. χωρίς το βάρος του σακιού. Επίρρ. νέτα·
- είμαι νέτος (σκέτος), δεν έχω συντροφιά, ιδίως γυναικεία: «πες τη δικιά σου να φέρει και καμιά φιλενάδα της, γιατί είμαι νέτος σκέτος»· βλ. και φρ. μένω νέτος (σκέτος)·  
- μ’ άφησε νέτο (σκέτο), παρά τη συνεννόησή μας με άφησε μόνο, χωρίς συντροφιά: «είχαμε κανονίσει να πάμε μαζί στα μπουζούκια, αλλά πήγε μ’ άλλη παρέα και μ’ άφησε νέτο»·
- μένω νέτος (σκέτος), α. δεν έχω καθόλου χρήματα: «κάποτε είχε πολλά λεφτά, αλλά απ’ τον καιρό που του τα ’φαγαν οι πιτσιρίκες, έμεινε νέτος». β. μου τελείωσαν οι προμήθειες: «όπως θα ’ρχεσαι, πάρε και μερικούς ξηρούς καρπούς για το ουισκάκι μας, γιατί έμεινα νέτος σκέτος ». γ. δεν έχω συντροφιά, ιδίως ερωτική: «απ’ τη μέρα που χώρισε με τη δικιά του, έμεινε νέτος σκέτος». (Λαϊκό τραγούδι: αχ! Αντώνη μου, βαρκάρη μου, σερέτη, τώρα μένω νέτη σκέτη μες στον κόσμο η καημένη χήρα παραπονεμένη
- νέτα σκέτα, καθαρά, με ειλικρίνεια, απερίφραστα: «όταν κάναμε τη συμφωνία, είχες δεχτεί νέτα σκέτα τους όρους μου, τώρα γιατί τ’ αλλάζεις;»·
- ξηγιέμαι νέτα σκέτα, συμπεριφέρομαι ειλικρινά, τίμια: «όταν μου φέρονται σωστά, ξηγιέμαι κι εγώ νέτα σκέτα». (Λαϊκό τραγούδι: δυο λέξεις μου ψιθύρισε ξηγιόντας νέτα σκέτα κι αφού με εδιπλάρωσε, μου τα ’ψαλε στα σβέλτα
- τα λέω νέτα σκέτα, μιλώ ειλικρινά και τίμια, χωρίς να φοβάμαι κανέναν, μιλώ απερίφραστα: «όταν μιλάει, τα λέει νέτα σκέτα χωρίς να υπολογίζει κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: βρε, σου τα λέω νέτα σκέτα θα ’ρθω σπίτι σου Ζαμπέτα
- τον αφήνω νέτο σκέτο, α. του παίρνω, του κερδίζω όλα τα χρήματα, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «πήγε κι έπαιξε χαρτιά με κάτι χαρτοπαίχτες και μέσα σε λίγη ώρα τον άφησαν νέτο σκέτο». β. παρά τη συνεννόηση που έκανα μαζί του, τον άφησα μόνο, χωρίς συντροφιά: «είχαμε συνεννοηθεί να πάμε σινεμά, αλλά έμπλεξα μ’ έναν παλιόφιλο και τον άφησα νέτο σκέτο».