ματσούκι,
το, ουσ. [<μσν. ματσούκιον,
υποκορ. του ουσ. ματσούκα]. 1. μεγάλο ραβδί: «αν ξανακάνεις αταξίες, θα
πάρω το ματσούκι και θα σε μαυρίσω στο ξύλο || επειδή την έκανε κοπάνα απ’ το
σχολείο, έφαγε τέτοιο ματσούκι απ’ τον πατέρα του, που έκανε δυο μέρες να βγει
απ’ το σπίτι». 2. μεγάλος πούτσος, μεγάλο πέος: «έχει ένα ματσούκι, που
φτάνει μέχρι το γόνατο». 3. (στη γλώσσα της αργκό) το μαρκούτσι σε
αυτοσχέδιο αργιλέ: «βάλανε κι ένα ματσούκι στο μάπα κι ετοιμάστηκαν να τη
βρούνε». Συνών. καλάμι (2)·
-
ματσούκι που σου χρειάζεται! με αυτά
που κάνεις είσαι άξιος τιμωρίας με ξυλοδαρμό, αξίζει να τιμωρηθείς με σκληρό,
με παραδειγματικό τρόπο: «μωρέ, ματσούκι
που σου χρειάζεται, αν αληθεύει πώς έβριζες γέρο άνθρωπο!». Πολλές φορές, της
φρ. προτάσσεται το μωρέ. Για συνών. βλ. φρ. βρεγμένη σανίδα που σου
χρειάζεται! λ. σανίδα·