ματσόλα,
η, ουσ. [<ιταλ. maciulla],
ο κόπανος: «αν ξανακάνεις αταξίες, θα πάρω τη ματσόλα και θα σου μαυρίσω τα παΐδια».
Ακούγεται και ματσιόλα, η·
-
ματσόλα που σου χρειάζεται! βλ. φρ. βρεγμένη σανίδα που σου
χρειάζεται! λ. σανίδα.
ματσόλα,
η, ουσ. [<ιταλ. maciulla],
ο κόπανος: «αν ξανακάνεις αταξίες, θα πάρω τη ματσόλα και θα σου μαυρίσω τα παΐδια».
Ακούγεται και ματσιόλα, η·
-
ματσόλα που σου χρειάζεται! βλ. φρ. βρεγμένη σανίδα που σου
χρειάζεται! λ. σανίδα.