μάνταλο,
το κ. μάνταλος, ο, ουσ.
[<αρχ. μάνδαλος], σιδερένιος ή ξύλινος σύρτης για την ασφάλιση πόρτας ή παραθύρου.
(Λαϊκό τραγούδι: πέσαν τα μάνταλα βαριά και σκοτεινιάσαν τα κελιά)·
-
βάζω το μάνταλο, βλ. φρ. βάζω το σύρτη, λ. σύρτης·
-
βγάζω το μάνταλο, βλ. φρ. βγάζω το σύρτη, λ. σύρτης·
-
τραβώ το μάνταλο, βλ. φρ. τραβώ το σύρτη, λ. σύρτης.