μαγκανοπήγαδο,
το, ουσ. [<μάγκανο + πηγάδι], το
μαγκανοπήγαδο· η καθημερινή, μονότονη και άχαρη βιοπάλη, η καθημερινή ρουτίνα:
«μόλις τέλειωσαν οι γιορτές, γυρίσαμε όλοι στο μαγκανοπήγαδο»·
-
ζεύομαι στο μαγκανοπήγαδο, μπαίνω στη μονότονη και άχαρη βιοπάλη: «απ’
τη μέρα που παντρεύτηκε, ζεύτηκε κι αυτός στο μαγκανοπήγαδο». (Τραγούδι: όμως
έτυχε κι αυτός να ερωτευτεί κι έχει στο μαγκανοπήγαδο ζευτεί). Από
το ότι, πολλές φορές, έθεταν σε κίνηση το μαγκανοπήγαδο ζώα (γαϊδούρια,
μουλάρια, άλογα, βόδια) που τα έζευαν και γύριζαν γύρω από το στόμιο του
πηγαδιού·
-
μπαίνω στο μαγκανοπήγαδο, βλ. φρ. ζεύομαι στο μαγκανοπήγαδο.