λύση,
η, ουσ.
[<αρχ. λύσις <λύω], η λύση· η διευθέτηση, η επίλυση κάποιας υπόθεσης είτε
με αμοιβαία κατανόηση είτε δια της δικαστικής οδού: «συναντήθηκαν για να βρουν
μια λύση στα προβλήματα που τους ταλαιπωρούσαν τόσον καιρό || αφού δεν μπορούν
να συνεννοηθούν, ας βρουν μια λύση στα δικαστήρια»·
- βρίσκω
λύση ή βρίσκω τη λύση, α. βρίσκω τον τρόπο να τερματίσω μια
διένεξη ή μια αντιπαλότητα: «αν δε βρείτε λύση στο πρόβλημά σας, έτσι θα
μαλώνετε μια ζωή». β. βρίσκω τον τρόπο να διευθετήσω, να επιλύσω κάτι
που με απασχολεί ή που απασχολεί κάποιον: «ευτυχώς βρήκα τη λύση στο πρόβλημα
που με απασχολούσε και γλίτωσα απ’ την ταλαιπωρία»·
- δίνω
λύση ή δίνω τη λύση, βλ. φρ. βρίσκω λύση·
-
λύση ανάγκης, αναγκαστικός
τρόπος ενέργειας, όταν δεν υπάρχει δυνατότητα επιλογής: «το να δουλέψει μπάρμαν
σ’ ένα μπαράκι, διπλωματούχος μηχανικός, ήταν λύση ανάγκης μια και δεν μπορούσε
να βρει αλλού δουλειά»·
-
μέση λύση, που
δεν είναι ακραία, που εξυπηρετεί και τις δυο πλευρές, η τρίτη λύση: «πρέπει να
βρεθεί μια μέση λύση, ώστε να μην πληγωθεί η περηφάνια κανενός»·
- μεσοβέζικη
λύση, που δεν ξεκαθαρίζει, που δεν επιλύει οριστικά μια μπερδεμένη υπόθεση
ή κατάσταση: «αν δώσουμε μια μεσοβέζικη λύση, απλώς θα διαιωνίσουμε την άσχημη
κατάσταση που επικρατεί»·
- σολομώντεια
λύση, η ευρηματική λύση που ικανοποιεί και τις δυο πλευρές, όταν δεν μπορεί
να αποδειχτεί ποιος πραγματικά έχει δίκιο: «η σολομώντεια λύση που έδωσε ο
δικαστής ικανοποίησε και τις δυο πλευρές». Αναφορά στον Εβραίο βασιλιά
Σολομώντα·
- τρίτη
λύση, που είναι ενδιάμεση, που ικανοποιεί και τις δυο πλευρές, η μέση λύση:
«πρέπει να βρεθεί μια τρίτη λύση, ώστε να μη μείνει κανείς παραπονεμένος».