λέζα1,
η, ουσ.
[<ίσως βενετ. leza]. 1. (στη γλώσσα της αργκό) το βάρος, η ευθύνη:
«έχω τη λέζα της υπόθεσης, γι’ αυτό δε θα κάνω χατίρι σε κανέναν». 2. η
στενοχώρια: «έχει μαύρη λέζα, γιατί έχασε όλα του τα λεφτά»·
- πληρώνω
τη λέζα, πληρώνω τις ζημιές που έκανε κάποιος χωρίς να είμαι υπόλογος για
αυτές, πληρώνω τα σπασμένα: «μόλις μέθυσε, άρχισε να σπάζει ό,τι έβρισκε
μπροστά του, κι επειδή ήταν φίλος μου, πλήρωσα εγώ τη λέζα»·
-
τραβώ τη λέζα, ταλαιπωρούμαι
έντονα, βασανιστικά: «εσύ καλά κάθεσαι στο γραφείο σου, εγώ όμως κάθε μέρα
τραβώ τη λέζα μέσα στους δρόμους για να πουλήσω το εμπόρευμα».