Λαμπρή,
η, ουσ. [θηλ.
του επιθ. λαμπρός], το Πάσχα (βλ. λ.)·
- δεν
είναι κάθε μέρα Λαμπρή ή
κάθε μέρα Λαμπρή είναι; βλ. λ. μέρα.
Λαμπρή,
η, ουσ. [θηλ.
του επιθ. λαμπρός], το Πάσχα (βλ. λ.)·
- δεν
είναι κάθε μέρα Λαμπρή ή
κάθε μέρα Λαμπρή είναι; βλ. λ. μέρα.