κορφή, η, ουσ. [<κορυφή], η κορφή, η κορυφή. 1. το σημείο στο πίσω και πάνω μέρος του κεφαλιού, όπου τα μαλλιά κάνουν μια ελικοειδή στροφή: «πήγε κρυφά από πίσω του και κατέβασε την καρέκλα στην κορφή του». Μερικά άτομα έχουν δυο κορφές, τη μια δίπλα στην άλλη, και υπάρχει η δοξασία για τα άτομα αυτά πως θα παντρευτούν δυο φορές. Σπάνια, στα μαλλιά που αρχίζουν λίγο πάνω απ’ το μέτωπο, σχηματίζεται στην αριστερή ή τη δεξιά πλευρά του και μια άλλη κορφή και η δικαιολογία για το σχηματισμό της ήταν πως το άτομο αυτό, όταν ήταν μικρό, το έγλειψε στο σημείο εκείνο μια γελάδα. 2. το ανθόγαλα, το καϊμάκι, που σχηματίζεται στην επιφάνεια γάλατος· βλ. και λ. κορυφή·
- απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια ή απ’ την κορφή ως τα νύχια, από πάνω μέχρι κάτω, εξ ολοκλήρου: «ήταν μέσ’ στη βρομιά απ’ την κορφή ως τα νύχια». (Λαϊκό τραγούδι: ας ήταν να γινότανε στο πλάι μου να σ’ είχα, που ’σαι λουλούδι ζωντανό απ’ την κορφή ως τα νύχια
- απ’ την κορφή μέχρι τον πάτο ή απ’ την κορφή ως τον πάτο, βλ. λ. πάτος·
- από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα, βλ. λ. πόλη·
- το γαρούφαλο στ’ αφτί κι η κασίδα στην κορφή, βλ. λ. γαρούφαλο·
- τον έντυσα απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια ή τον έντυσα απ’ την κορφή ως τα νύχια, βλ. λ. ντύνω·
- τον κοιτάζω απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια ή τον κοιτάζω απ’ την κορφή ως τα νύχια, τον παρατηρώ, τον εξετάζω με μεγάλη προσοχή, εξονυχιστικά: «όταν θέλει να προσλάβει κάποιον υπάλληλο, τον κοιτάζει απ’ την κορφή ως τα νύχια».