καρούμπαλο
κ. καρούμπαλος,
το, ουσ. [ίσως καρύμβαλον <αρχ. κόρυμβος], το καρούμπαλο· το περιπολικό
της Αμέσου Δράσεως: «απ’ το βάθος του δρόμου φάνηκαν να πλησιάζουν τρία καρούμπαλα».
Από την εικόνα του περιπολικού, του οποίου η σειρήνα στη σκεπή παρομοιάζεται με
το καρούμπαλο στο κεφάλι·
- δεν
ισιώνουμε καρούμπαλα, μιλάμε σοβαρά, σοβαρολογούμε, δεν αστειευόμαστε, δεν
είμαστε παιδιά: «θέλω να καταθέσεις προτάσεις για την επιχείρηση, γιατί δεν
ισιώνουμε καρούμπαλα». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.
Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εδώ. Για συνών. βλ. φρ. δεν παίζουμε
τις κουμπάρες, λ. κουμπάρα·
- εμείς
τι κάνουμε, καρούμπαλα ισιώνουμε; γιατί υποτιμάς την ειδικότητά μας, την
τέχνη μας, τη δουλειά μας ή την εμπειρία μας, από τη στιγμή που δεν είμαστε
καθόλου άσχετοι με τη δουλειά ή την υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος: «εμείς
τι κάνουμε, καρούμπαλο ισιώνουμε και δεν μπορούμε ν’ ασπρίσουμε το σπίτι σου;».
Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνήθως της φρ.
προτάσσεται το καλά και μετά το ρ. της φρ. κάνουμε, ακολουθεί το εδώ
ή το δηλαδή. Για συνών. βλ. φρ. εμείς τι κάνουμε, τις κουμπάρες
παίζουμε; λ. κουμπάρα·
- η
ασπρούλα με το μπλε καρούμπαλο, βλ. λ. ασπρούλα·
- τι
νόμισες, καρούμπαλα ισιώνουμε; λέγεται
με ειρωνική διάθεση στην περίπτωση που φέρουμε σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια
υπόθεση, ενώ κάποιος ή κάποιοι μας θεωρούσαν εντελώς ανίκανους γι’ αυτό:
«μπράβο σου, ρε φίλε, εντέλει μπόρεσες και την τέλειωσες τη δουλειά. -Τι
νόμισες, καρούμπαλα ισιώνουμε;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον
εαυτό του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εμ. Για συνών. βλ. φρ. τι
νόμισες, τις κουμπάρες παίζουμε λ. κουμπάρα.