καζανάκι, το, ουσ. [<υποκορ. του ουσ. καζάνι], το καζανάκι· μικρό ντεπόζιτο, όπου αποθηκεύεται νερό για χρήση στην τουαλέτα: «χάλασε το φλοτέρ απ’ το καζανάκι και πρέπει να το επιδιορθώσω». (Τραγούδι: ξυπνώ που λες με τη φωνή της Φανής και με το καζανάκι της διπλανής). Συνών. Νιαγάρας (2)·
- τράβα (και) το καζανάκι, ειρωνική προτροπή σε κάποιον να επισφραγίσει ενέργεια ή λόγια του με γελοίο ή χυδαίο περιεχόμενο. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τώρα που τέλειωσες. Αρκετές φορές, η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με το χέρι να δείχνει να τραβάει κάτι, όπως ακριβώς κινείται όταν τραβάει την αλυσιδίτσα από το καζανάκι της τουαλέτας·
- τραβώ το καζανάκι, τραβώ την αλυσιδίτσα από το καζανάκι της τουαλέτας μετά από την αφόδευσή μου για να τρέξει το νερό που περιέχει: «μόλις τα ’κανα, τράβηξα και το καζανάκι».