γερανός, ο,
ουσ. [<αρχ. γέρανος, ἡ]. 1. αποδημητικό πουλί. Για το πουλί γερανός,
έχω ακούσει από τον παππού μου (πατέρα της μάνας μου), το παρακάτω αίνιγμα: Γερανοί
πετούσανε, τι πολλοί που ήσανε! Ένας είχε δύο μπρος, άλλος είχε δύο πίσω κι
ένας άλλος γερανός έναν πίσω κι έναν μπρος. Πόσοι γερανοί πετούσαν; Η σωστή
απάντηση είναι τρεις. 2. ανυψωτικό μηχάνημα βαριών αντικειμένων, το βίντσι,
το βαρούλκο: «το κοντέινερ το φόρτωσαν στο πλοίο μ’ έναν γερανό». Από την
ομοιότητα που έχει ο βραχίονας του ανυψωτικού μηχανήματος με το ράμφος του
πουλιού. 3. το αυτοκίνητο της τροχαίας που σηκώνει και παίρνει τα
παράνομα σταθμευμένα αυτοκίνητα: «για δέκα μέρες δε θα ’χω αυτοκίνητο, γιατί
μου το πήρε ο γερανός». 4. (στη γλώσσα της αργκό) ο πατέρας, ο μεγάλος
αδερφός και πιο σπάνια η μητέρα ή η μεγαλύτερη αδερφή νεαρού κοριτσιού, που το
παίρνουν ξαφνικά από μια φιλική συντροφιά ή το αναγκάζουν με τη θέα τους και
μόνο να φύγει όπως όπως από κάποιο ραντεβού του: «μόλις αρχίσαμε να
κουβεντιάζουμε, σκάει μύτη απ’ τη γωνιά ο γερανός της μικρής κι αυτή όπου φύγει
φύγει». Από την εικόνα του γερανού της τροχαίας, που σηκώνει και παίρνει μαζί
του το παράνομα σταθμευμένο αυτοκίνητο·
-
δε μου σηκώνεται ούτε με γερανό (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή,
το πέος, το καυλί ), α. βρίσκομαι σε τόσο κακή ψυχολογική ή σωματική
κατάσταση, που το πέος μου δεν έρχεται σε στύση με κανέναν τρόπο: «έχω τόσα
προβλήματα τον τελευταίο καιρό, που δεν μου σηκώνεται ούτε με γερανό». β.
το πέος μου δεν έρχεται σε στύση με κανέναν τρόπο, γιατί προηγουμένως είχα
αλλεπάλληλες και έντονες σεξουαλικές επαφές: «όλο το βράδυ ξεσκίστηκα με την
τάδε και τώρα δε μου σηκώνεται ούτε με γερανό». Συνών. δε μου σηκώνεται ούτε
με βίντσι·
-
δε σηκώνεται ούτε με γερανό, α. είναι τόσο κουρασμένος, που είναι
αδύνατο να μετακινηθεί από τη θέση του: «έκανε όλη τη μετακόμιση μονάχος του
και τώρα που την άραξε στην πολυθρόνα δε σηκώνεται ούτε με γερανό». β.
είναι πολύ τεμπέλης: «στα γλέντια και τα ξενύχτια είναι πάντα πρώτος και
καλύτερος, αν του πεις όμως για δουλειά, δε σηκώνεται ούτε με γερανό». γ. (για
αντικείμενα) είναι πάρα πολύ βαρύ: «θέλησα να σηκώσω μονάχος μου το κιβώτιο,
αλλά αυτό δε σηκώνεται ούτε με γερανό». Συνών. δε σηκώνεται ούτε με βίντσι·
-
δεν έρχεται ούτε με γερανό, δεν έρχεται κάπου με κανέναν τρόπο είτε από
θυμό είτε από φόβο: «έμαθε πως θα είσαι κι εσύ στη συγκέντρωση και δεν έρχεται
ούτε με γερανό». Συνών. δεν έρχεται ούτε με βίντσι.