χορεύτρια, η, ουσ. [θηλ. του ουσ. χορευτής], η χορεύτρια· (στη
γλώσσα της φυλακής) ο πούστης: «κάθε φυλακή έχει και τη χορεύτριά της για να
εκτονώνονται τα παιδιά»·
-
τι τραβάμε κι εμείς οι χορεύτριες, λέγεται με ειρωνική διάθεση από
κάποιον που ταλαιπωρείται με κάτι. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε ή
το ρε.