αστειεύομαι,
ρ. [<μτγν. ἀστειεύομαι
<ἀστεῖος]. 1. λέω ή κάνω αστεία, καλαμπουρίζω: «αστειεύεται μ’ όλον
τον κόσμο». 2. αντιμετωπίζω με προχειρότητα, με επιπολαιότητα κάτι: «δεν
πρέπει ν’ αστειευόμαστε, όταν πρόκειται για την υγεία μας». 3. σε β΄
πρόσ. και σε ερωτηματικό τύπο, αστειεύεσαι;δηλώνει άρνηση ή
κατάφαση στην πρόταση κάποιου ανάλογα με τα συμφραζόμενα: «θα με βοηθήσεις στη
μετακόμιση που έχω να κάνω; -Αστειεύεσαι; Έχω να τελειώσω χίλιες δυο δουλειές
|| θα πάρεις μέρος σ’ αυτό το ταξίδι; -Αστειεύεσαι; Πού θα ξαναβρώ τέτοια
ευκαιρία να πάω στη Μαγιόρκα;»·
- δεν
αστειεύεται, α. είναι αυστηρός και επιβάλλει με την πρώτη ευκαιρία
τιμωρίες ή κυρώσεις: «πρέπει να προσέχεις το διευθυντή μας, γιατί δεν
αστειεύεται». β. είναι αποφασισμένος να πραγματοποιήσει, να φέρει σε
πέρας κάτι: «όταν αρχίζει να δουλεύει, δεν αστειεύεται»· βλ. και φρ. δεν
αστειεύομαι·
- δεν
αστειεύομαι, μιλώ σοβαρά, σοβαρολογώ: «άκουσε προσεκτικά αυτά που θα σου
πω, γιατί δεν αστειεύομαι»· βλ. και φρ. δεν αστειεύεται·
- θ’
αστειεύεσαι! σίγουρα δε μιλάς σοβαρά: «μπορώ να συνεταιριστώ μαζί σου χωρίς
να βάλω λεφτά; -Θ’ αστειεύεσαι!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το βέβαια ή
με το μου φαίνεται.