τραβολογώ κ.
τραβολογάω, ρ. [<τραβώ + κατάλ. -λογώ]. 1. βασανίζω, ταλαιπωρώ
κάποιον, τον υποβάλλω σε συνεχείς ταλαιπωρίες, τον άγω και τον φέρω: «γιατί με
τραβολογάς τόσον καιρό και δε μου δίνεις επιτέλους τα λεφτά που μου χρωστάς; ||
τον τραβολογούν κάθε τόσο στην Ασφάλεια». 2. έχω πολύχρονο ερωτικό
δεσμό: «τραβολογάει τόσον καιρό μια καλή γυναίκα και δε λέει ακόμη να την
παντρευτεί». 3. τραβώ κάποιον ή κάτι με τρόπο επίμονο και ενοχλητικό:
«μη με τραβολογάς απ’ το χέρι, αφού σου ’πα πως θα ’ρθω»·
-
την τραβολογώ, έχω ερωτικό δεσμό με γυναίκα, ιδίως μακροχρόνιο: «πέντε
χρόνια την τραβολογάει και δεν αποφασίζει ακόμη να την παντρευτεί»·
-
τον τραβολογώ, α. τον υποβάλλω σε συνεχείς ταλαιπωρίες, τον άγω
και τον φέρω: «δυο βδομάδες τον τραβολογάει τον άνθρωπο με το σήμερα με το
αύριο και δεν του δίνει τα λεφτά που του χρωστάει». β. κατά κάποιον
τρόπο τον υποχρεώνω να με ακολουθεί όπου πάω: «πού τον τραβολογάς όλη τη μέρα
τον άνθρωπο!».