ταιριάζω,
ρ. [<ταίρι + κατάλ. -ιάζω], ταιριάζω· συμφωνώ στο χαρακτήρα με κάποιον και
συνδέομαι ερωτικά μαζί του: «απ’ τη στιγμή που είδαν πως ταιριάζουν, αποφάσισαν
να παντρευτούν». (Λαϊκό τραγούδι: δε σ’ αλλάζω, δε σ’ αλλάζω, είσαι η μόνη
που ταιριάζω)·
-
αν δεν ταιριάζαμε, δε θα συμπεθεριάζαμε, λέγεται για ανθρώπους που έχουν
τους ίδιους χαρακτήρες, τις ίδιες συνήθειες ή ενδιαφέροντα ή που είναι της
ίδιας κοινωνικής τάξης και που συνδέονται με φιλική ή ερωτική σχέση·
-
δε μου ταιριάζει, α. έχω αναστολές να συμπεριφερθώ με κάποιο
συγκεκριμένο τρόπο, γιατί δεν αρμόζει στη φιλοσοφία μου, στην παιδεία μου, στο
χαρακτήρα μου, στην ψυχοσύνθεσή μου: «δε μου πάει να εναντιώνομαι στη μητέρα
μου, γιατί δίνει τη ζωή της για μένα». β. (δια είδη ένδυσης ή υπόδησης)
δεν είναι στα μέτρα μου ή δε με κολακεύει: «θέλω να δω ένα άλλο πουκάμισο, γιατί
αυτό δε μου ταιριάζει || δώσε μου ένα άλλο ζευγάρι, γιατί αυτό δε μου
ταιριάζει». Συνών. δε μου πάει / δε μου πρέπει·
-
(δεν) ταιριάζει, α. (δεν) πρέπει, (δεν) είναι σωστό, (δεν)
αρμόζει: «δεν ταιριάζει να συμπεριφέρεσαι με τέτοιο άσχημο τρόπο σε ηλικιωμένο
άνθρωπο || αυτό που ταιριάζει στην καλή ανατροφή σου είναι να του ζητήσεις
συγνώμη, αφού έφταιξες». β. (δεν) εξυπηρετεί, (δε) βολεύει: «δεν
ταιριάζει ο δρόμος μου να περάσω απ’ το γραφείο σου || ταιριάζει να ’ρθω στο
σπίτι σου πέντε η ώρα;»·
-
δεν ταιριάζει στον τύπο μου να…, βλ. λ. τύπος·
-
δεν ταιριάζουν τα χνότα μας, βλ. λ. χνότο·
-
δεν ταιριάζουν τα χούγια μας, βλ. λ. χούι·
- σου ταιριάζει, α. σου αρμόζει: «σου ταιριάζει πολύ
ξύλο για τη βλακεία που έκανες». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν χωριστούμε τι μ’
αυτό, γιατί να σε τρομάζει, μία ζωή καλύτερη εσένα σου ταιριάζει).
β. (για είδη ένδυσης ή υπόδησης) είναι στα μέτρα σου ή σε κολακεύει:
«να πάρεις αυτό το κουστούμι που σου ταιριάζει || θα πάρεις αυτό το ζευγάρι,
γιατί σου ταιριάζει». Συνών. σου πάει / σου πρέπει·
-
τα ταιριάζω (ενν. τα λόγια μου), τα λέω έτσι όπως με συμφέρουν ή όπως
συμφέρουν κάποιον: «όταν είναι να υποστηρίξει το φίλο του να δεις τι ωραία που
τα ταιριάζει!»·
-
τα ταίριαξαν, α. συμφώνησαν: «απ’ τη στιγμή που τα ταίριαξαν,
γιατί να μην κάνουν μαζί τη δουλειά;». β. μόνοιασαν: «αφού κατάλαβαν πως
με τα πείσματα δε γίνεται τίποτα, τα ταίριαξαν και βρήκαν την ησυχία τους». γ.
συνδέθηκαν ερωτικά: «απ’ την πρώτη στιγμή έδειξαν συμπάθεια ο ένας για τον
άλλον και σε λίγο καιρό τα ταίριαξαν».