σφυρί,
το, ουσ. [<μσν.
σφυρί <μτγν. σφυρίον, υποκορ. του αρχ. ουσ. σφῦρα], το σφυρί·
- βγάζω
στο σφυρί, εκποιώ σε δημοπρασία, σε πλειστηριασμό, ξεπουλώ σε εξευτελιστική
τιμή: «έβγαλε το σπίτι του στο σφυρί, για να στείλει τη γυναίκα του στο
εξωτερικό να κάνει μια επείγουσα εγχείρηση». Λέγεται και για αισθήματα: «έβγαλε
στο σφυρί την αγάπη μου». (Λαϊκό τραγούδι: έβγαλα στο σφυρί τα
χάδια και όλα μου τα χτυποκάρδια τα πούλαγα μισοτιμής μα δεν τ’ αγόρασε κανείς).
Από την εικόνα του υπαλλήλου που διευθύνει μια δημοπρασία και που χτυπάει
το σφυρί του στο τραπέζι κατά την κατοχύρωση της συμφωνίας αγοράς·
- βγήκε
στο σφυρί, εκποιείται ή εκποιήθηκε σε δημοπρασία, σε πλειστηριασμό,
ξεπουλιέται ή ξεπουλήθηκε σε εξευτελιστική τιμή: «χρωστούσε σε διάφορους
προμηθευτές του και βγήκε το σπίτι του στο σφυρί, για να πάρουν τα λεφτά τους»·
- παιδί
σφυρί, βλ. λ. παιδί·
- σφυρί
και δρεπάνι, βλ. λ. σφυροδρέπανο·
- χτυπούν
σφυριά τα μηλίγγια μου, έχω πολύ δυνατό πονοκέφαλο: «φαίνεται πως κάπου την
άρπαξα, γιατί χτυπούν σφυριά τα μηλίγγια μου».