σύρτης,
ο, ουσ.
[<μτγν. σύρτης], ο σύρτης, το μάνταλο: «για πάνε να δεις αν είναι ο σύρτης
στην πόρτα»·
- βάζω
το σύρτη, α. κλειδώνω την πόρτα: «πριν πέσουμε για ύπνο, ο πατέρας
έβαζε πάντα το σύρτη στην πόρτα». β. (στη νεοαργκό) επιβάλλω τη
σεξουαλική πράξη: «αυτός που βλέπεις, έχει βάλει το σύρτη στις περισσότερες
κοπέλες της γειτονιάς || τι έγινε, ρε μάγκα, με την γκόμενα, βάλαμε το σύρτη;».
Από την εικόνα του μεταλλικού ελάσματος του σύρτη που κινείται παλινδρομικά
μέσα σε ειδική υποδοχή και που παρομοιάζονται με το πέος και το γυναικείο
αιδοίο αντίστοιχα·
- βγάζω
το σύρτη, ξεκλειδώνω την πόρτα: «πρωί πρωί ο πατέρας έβγαλε το σύρτη κι
έφυγε για τη δουλειά του»·
- τραβώ
το σύρτη, βλ. λ. βάζω το σύρτη (α) ή βγάζω το σύρτη.