σταγονόμετρο,
το, ουσ.
[<σταγόνα + μέτρο], το σταγονόμετρο·
- με
το σταγονόμετρο, με υπερβολική φειδώ: «είναι τόσο σφιχτοχέρης άνθρωπος,
που, οτιδήποτε κι αν δίνει, το δίνει με το σταγονόμετρο || είναι πολύ
σφιχτοχέρης και ξοδεύει τα λεφτά του με το σταγονόμετρο». Από την εικόνα του
ατόμου που στάζει με το σταγονόμετρο τις απαραίτητες σταγόνες φαρμάκου στο
κουτάλι ή σε ένα ποτήρι με νερό.